- αλάργα
- και αλάργου επίρρ.1. (για απόσταση) μακριά, από μακριά2. (για χρόνο) σε αραιά χρονικά διαστήματα, κάπου κάπου, σιγά σιγά3. Ναυτ. ανοιχτά τού πελάγου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Επιρρ. φράση alla larga «στο ανοιχτό πέλαγος».ΠΑΡ. νεοελλ. αλάργαθε, αλαργένω, αλαργεύω, αλαργιά, αλαργινός, αλάργος, αλαργωπός.ΣΥΝΘ. αλαργοξορίζω, αλαργοπέφτω, αλαργοσβήνω, αλαργοφάνταχτος].
Dictionary of Greek. 2013.